- πλευριτώνομαι
- πλευριτώνομαι, πλευριτώθηκα, πλευριτωμένος βλ. πίν. 4——————Σημειώσεις:πλευριτώνομαι : στα λεξικά αναφέρεται και ενεργητικός τύπος πλευριτώνω, ακόμα και με παθητική έννοια (→ παθαίνω πλευρίτιδα).Είναι σπάνιος σε σχέση με το πλευριτώνομαι.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.